μπεκ

μπεκ
(Beck). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γερμανών φιλελλήνων. 1. Βενιαμίν (; – 1822). Όταν άρχισε η Επανάσταση έφυγε από την πατρίδα του και ήρθε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί στο πλευρό των επαναστατών. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, στις οποίες διακρίθηκε για την ανδρεία του. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι (1822). 2. Φραγκίσκος (; – 1822). Ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον Βενιαμίν και σκοτώθηκε μαζί του στο Μεσολόγγι (1822).
* * *
το
άκλ. εξάρτημα μηχανών που λειτουργούν με υγρά καύσιμα, ο εγχυτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bec < λατ. beccus «ράμφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μπεκ, Ανρί — (Henri Becque, Παρίσι 1837 – 1899). Γάλλος συγγραφέας, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του νατουραλιστικού θεάτρου. Οι πρώτες του προσπάθειες ήταν ένα λιμπρέτο για την όπερα Σαρδανάπαλος (1867), μια κωμωδία, Ο άσωτος γιος (1868) και τα δράματα Μισέλ… …   Dictionary of Greek

  • Μπεκ, Γιόζεφ — (Joseph Beck, Βαρσοβία 1894 – Βουκουρέστι 1944). Πολωνός πολιτικός. Πολέμησε ως εθελοντής στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και στον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού και μετά το 1930 ανέλαβε διάφορα υπουργικά αξιώματα. Από το 1932 έως την κατάληψη της… …   Dictionary of Greek

  • Μπεκ, Λούντβιχ — (Ludwig Beck, Μπίεμπριχ 1880 – Βερολίνο 1944). Γερμανός στρατηγός. Ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1935 προετοίμασε τα σχέδια επίθεσης εναντίον της Γαλλίας. Ριζικά αντίθετος προς τον εθνικοσοσιαλισμό, παραιτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1938 από… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοείδωση — η, Ν ιατρ. νόσος άγνωστης αιτιολογίας, που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική ιστολογική αλλοίωση, με τον σχηματισμό οζιδίων από επιθηλιοειδή κύτταρα σε διάφορα όργανα και ιστούς τού σώματος: στο δέρμα, στα λεμφογάγγλια, στους πνεύμονες, στα οστά, στα …   Dictionary of Greek

  • φιλιέρα — η, Ν 1. (υφαντ.) μεταλλικό εξάρτημα μηχανής κλωστοποιήσεως συνθετικών ινών, αλλ. ακροφύσιο κλωστοποιήσεως ή μπεκ κλωστοποιήσεως ή νηματοποιητής 2. τεχνολ. εργαλείο διάνοιξης σπειρώματος κοχλία, βίδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”